χιονοπόλεμος

χιονοπόλεμος
ο игра в снежки

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "χιονοπόλεμος" в других словарях:

  • χιονοπόλεμος — ο, Ν παιχνίδι κατά το οποίο οι παίκτες ρίχνουν χιονόμπαλες ο ένας στον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + πόλεμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • χιονοπόλεμος — ο μάχη με μπάλες από χιόνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • χιονοβολή — η, Ν βολή με χιονόμπαλα, χιονοπόλεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιονοβολώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Σύλλογος] …   Dictionary of Greek

  • χιονιά — η 1. χιονώδης καιρός, χιονιάς: Θα χουμε χιονιά. 2. ο πληθ., χιονιές χιονοπόλεμος: Παίξαμε χιονιές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χιονοβόλημα — το, ατος 1. χιόνισμα 2. χιονοπόλεμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»